σοβαροφάνεια

σοβαροφάνεια
η, Ν [σοβαροφανής]
η ιδιότητα τού σοβαροφανούς, επιφανειακή σοβαρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σοβαροφάνεια — η επιφανειακή σοβαρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεμνοτυφία — η, ΝΑ νεοελλ. προσποιητή σεμνότητα, ψευδής αιδημοσύνη αρχ. κενή σοβαρότητα, ματαιοφροσύνη, σοβαροφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός βλ. λ. + τῦφος «αλαζονεία» + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • σεμνότητα — η / σεμνότης, ητος, ΝΑ [σεμνός] 1. σοβαρότητα, ευπρέπεια, αξιοπρέπεια 2. αιδημοσύνη, ντροπαλότητα αρχ. 1. (σχετικά με θεό) ιερότητα, αγιότητα 2. μεγαλοπρέπεια («ἡ τοῡ τόπου σεμνότης», επιγρ.) 3. (σχετικά με πρόσ.) επισημότητα («παρεχόμενος... ἐν… …   Dictionary of Greek

  • χιούμορ — το, Ν άκλ. 1. διάθεση για πνευματώδεις αστεϊσμούς και ειρωνείες, η οποία καλύπτεται με σοβαροφάνεια 2. η εκδήλωση αυτής τής διάθεσης στον γραπτό και στον προφορικό λόγο 3. (κατ επέκτ.) ευθυμία, θυμηδία 4. φρ. «μαύρο χιούμορ» χιούμορ που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”